Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
σισυροποιός
σίσυρος
σισυρωτός
σίσυς
σισυφίζω
Σίσυφος
σίσων
σιταγέρτης
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιταῖα
View word page
σίσυρος
σίσυρος· γράμματος (leg. ῥάμμ-) εἶδος, Hsch.; cf. σίσυρνος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίσυρος
Headword (normalized):
σίσυρος
Headword (normalized/stripped):
σισυρος
IDX:
94305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίσυρος·</span> <span class="foreign greek">γράμματος</span> (leg. <span class="foreign greek">ῥάμμ-</span>)<span class="foreign greek"> εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">σίσυρνος</span>.</div><br><br>'}