Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σισόη
σισορβάκος
σίστρος
σίσυβος
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
σισυροποιός
σίσυρος
σισυρωτός
σίσυς
σισυφίζω
Σίσυφος
σίσων
σιταγέρτης
View word page
σισυρνοδύτης
σῐσυρνο-δύτης [ῡ],,
A). one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634 .


ShortDef

one who wears a σίσυρνα

Debugging

Headword:
σισυρνοδύτης
Headword (normalized):
σισυρνοδύτης
Headword (normalized/stripped):
σισυρνοδυτης
IDX:
94301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐσυρνο-δύτης</span> [<span class="foreign greek">ῡ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who wears a</span> <span class="foreign greek">σίσυρνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 634 </span>.</div> </div><br><br>'}