Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρολικός
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρονόμης
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
ἀγροτέκτων
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροῦαι
ἄγροφον
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
View word page
ἀγροτέκτων
ἀγροτέκτων
,
ὁ
,
A).
=
ἔποψ
, Al.
Le.
11.19
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγροτέκτων
Headword (normalized):
ἀγροτέκτων
Headword (normalized/stripped):
αγροτεκτων
IDX:
942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-943
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγροτέκτων</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἔποψ</span> , Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 11.19 </span>.</div> </div><br><br>'}