Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισίλαρος
σισιλισμός
σίσιλλος
σίσμα
σισμός
σισόη
σισορβάκος
σίστρος
σίσυβος
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
View word page
σίστρος
σίστρος,
A). v. σεῖστρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίστρος
Headword (normalized):
σίστρος
Headword (normalized/stripped):
σιστρος
IDX:
94293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίστρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σεῖστρος</span> .</div> </div><br><br>'}