Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιρωτόν
σιρώτρια
σισακικία
σισαμίς
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισίλαρος
σισιλισμός
σίσιλλος
σίσμα
σισμός
σισόη
σισορβάκος
σίστρος
σίσυβος
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
View word page
σίσμα
σίσμα
,
ατος
, τό
written for
σεῖσμα
(q.v.),
PMasp.
58 ii 11
(vi A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σίσμα
Headword (normalized):
σίσμα
Headword (normalized/stripped):
σισμα
IDX:
94289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94290
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span> <span class="foreign greek">, τό</span> written for <span class="foreign greek">σεῖσμα</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 58 ii 11 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}