Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισακικία
σισαμίς
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισίλαρος
σισιλισμός
σίσιλλος
σίσμα
σισμός
σισόη
σισορβάκος
σίστρος
σίσυβος
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
View word page
σίσιλλος
σίσιλλος· νόσημα, καθάπερ σκωληκίασις, καὶ ζῷόν τι, Hsch. σισίνδιος· γέρων, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίσιλλος
Headword (normalized):
σίσιλλος
Headword (normalized/stripped):
σισιλλος
IDX:
94288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίσιλλος·</span> <span class="foreign greek">νόσημα, καθάπερ σκωληκίασις, καὶ ζῷόν τι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σισίνδιος·</span> <span class="foreign greek">γέρων</span>, Id.</div><br><br>'}