Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιρός
σίρωμα
σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισακικία
σισαμίς
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισίλαρος
σισιλισμός
σίσιλλος
σίσμα
σισμός
σισόη
σισορβάκος
σίστρος
σίσυβος
σισύμβρινος
σισύμβριον
View word page
σισίλαρος
σισίλαρος· πέρδιξ, Περγαῖοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σισίλαρος
Headword (normalized):
σισίλαρος
Headword (normalized/stripped):
σισιλαρος
IDX:
94286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σισίλαρος·</span> <span class="foreign greek">πέρδιξ, Περγαῖοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}