Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σίραμφος
σιρικοποιός
σῖρις
σιρομάστης
σίρον
σιρός
σίρωμα
σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισακικία
σισαμίς
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισίλαρος
σισιλισμός
σίσιλλος
σίσμα
σισμός
σισόη
View word page
σισακικία
σισακικία
,
ἡ
, a garment (?),
PGen.
80.12
(iv A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σισακικία
Headword (normalized):
σισακικία
Headword (normalized/stripped):
σισακικια
IDX:
94281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94282
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σισακικία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a garment (?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGen.</span> 80.12 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}