Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἀνταλλές
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμιλλᾶσθαι
ἀνταμοιβαῖος
ἀνταμοιβή
ἀνταμοιβός
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
View word page
ἀνταμοιβός
ἀντᾰμοιβός, όν,
A). v. ἀντημοιβός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνταμοιβός
Headword (normalized):
ἀνταμοιβός
Headword (normalized/stripped):
ανταμοιβος
IDX:
9422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντᾰμοιβός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀντημοιβός.</span> </div> </div><br><br>'}