Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σινδόνιος
σινδονίσκος
σινδονίτης
σινδονοειδής
σινδονοπώλης
σινδονοφορέω
σινδονοφόρος
σινδονυφής
σίνδρων
σινδών
σινδώνιον
σινέομαι
σίνηπι
σινιάζω
σινίασμα
σινιατήριον
σίνιον
σίνις
σινόδους
σινόδων
σίνομαι
View word page
σινδώνιον
σινδώνιον, τό,= σινδόνιον, PGen. 80.8 (iv A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σινδώνιον
Headword (normalized):
σινδώνιον
Headword (normalized/stripped):
σινδωνιον
IDX:
94227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σινδώνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σινδόνιον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGen.</span> 80.8 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}