Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιναπισμός
σιναπιστέον
σινάπυξ
σιναρός
σινάς
σινδαρωνεύομαι
σίνδιον
σίνδις
Σινδογενής
σινδοκόθορνοι
σινδόνη
σινδονιάζω
σινδόνιον
σινδόνιος
σινδονίσκος
σινδονίτης
σινδονοειδής
σινδονοπώλης
σινδονοφορέω
σινδονοφόρος
σινδονυφής
View word page
σινδόνη
σινδόν-η, ,
A). f.l. for σινδόνιον in Gal. 19.117 s.v. λάσιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σινδόνη
Headword (normalized):
σινδόνη
Headword (normalized/stripped):
σινδονη
IDX:
94214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σινδόν-η</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">σινδόνιον</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.117 </span> s.v. <span class="ref greek">λάσιον</span> .</div> </div><br><br>'}