Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σινάπιον
σιναπισμός
σιναπιστέον
σινάπυξ
σιναρός
σινάς
σινδαρωνεύομαι
σίνδιον
σίνδις
Σινδογενής
σινδοκόθορνοι
σινδόνη
σινδονιάζω
σινδόνιον
σινδόνιος
σινδονίσκος
σινδονίτης
σινδονοειδής
σινδονοπώλης
σινδονοφορέω
σινδονοφόρος
View word page
σινδοκόθορνοι
σινδοκόθορνοι, a kind of foot-gear, Hsch. (-κύθ- cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σινδοκόθορνοι
Headword (normalized):
σινδοκόθορνοι
Headword (normalized/stripped):
σινδοκοθορνοι
IDX:
94213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σινδοκόθορνοι</span>, a kind of foot-gear, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-κύθ-</span> cod.).</div><br><br>'}