Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἀνταλλές
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμιλλᾶσθαι
ἀνταμοιβαῖος
ἀνταμοιβή
ἀνταμοιβός
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
ἀνταναβιβάζω
ἀνταναβοάω
ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω
ἀνταναίρεσις
View word page
ἀνταμιλλᾶσθαι
ἀνταμιλλᾶσθαι·
ἀντερίζειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνταμιλλᾶσθαι
Headword (normalized):
ἀνταμιλλᾶσθαι
Headword (normalized/stripped):
ανταμιλλασθαι
IDX:
9419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9420
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνταμιλλᾶσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἀντερίζειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}