Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σίμαι
σιμαίνω
σιμάριον
σιμβλεύω
σίμβλη
σιμβλήϊος
σίμβλιος
σίμβλος
σίμβλωσις
Σιμιακόν
σιμικίνθιον
σιμίκιον
σίμιον
Σιμόεις
σιμοποιέω
σιμοπρόσωπος
σιμός
Σῖμος
σιμότης
σιμοτομέω
σιμοτράχηλος
View word page
σιμικίνθιον
σιμικίνθιον, τό,
A). v. σημικίνθιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιμικίνθιον
Headword (normalized):
σιμικίνθιον
Headword (normalized/stripped):
σιμικινθιον
IDX:
94172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιμικίνθιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σημικίνθιον</span> .</div> </div><br><br>'}