Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιλφιόω
σιλφιωτός
σίμαι
σιμαίνω
σιμάριον
σιμβλεύω
σίμβλη
σιμβλήϊος
σίμβλιος
σίμβλος
σίμβλωσις
Σιμιακόν
σιμικίνθιον
σιμίκιον
σίμιον
Σιμόεις
σιμοποιέω
σιμοπρόσωπος
σιμός
Σῖμος
σιμότης
View word page
σίμβλωσις
σίμβλ-ωσις, εως, , a disease of the eyes in horses, Hippiatr. 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίμβλωσις
Headword (normalized):
σίμβλωσις
Headword (normalized/stripped):
σιμβλωσις
IDX:
94170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίμβλ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a disease of the eyes in horses, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 11 </span>.</div><br><br>'}