Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
ἀνταλλαγή
ἀντάλλαγμα
ἀντάλλαγος
ἀνταλλακτέον
ἀνταλλάκτης
ἀντάλλακτος
ἀνταλλάσσω
ἀνταλλές
ἄνταλλος
ἀνταμείβομαι
ἀντάμειψις
ἀνταμελέω
ἀνταμιλλᾶσθαι
ἀνταμοιβαῖος
ἀνταμοιβή
ἀνταμοιβός
ἀνταμύνομαι
ἀνταμφοδέω
View word page
ἀνταλλές
ἀνταλλές· ταύτης τῆς ἡμέρας, Hsch.; cf. ἀντακάς, ἀντακές.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνταλλές
Headword (normalized):
ἀνταλλές
Headword (normalized/stripped):
ανταλλες
IDX:
9414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνταλλές·</span> <span class="foreign greek">ταύτης τῆς ἡμέρας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀντακάς, ἀντακές.</span> </div><br><br>'}