Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σιληνώδης
σιληπορδέω
σίλι
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλέα
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλόγραφος
σιλλοποιός
σίλλος
σιλλόω
σιλλυβιάω
σίλλυβον
σίλλυβος
σιλόδουροι
View word page
σιλλικύπριον
σιλλικύπριον, τό,= σέσελι Κύπριον, Hdt. 2.94 .


ShortDef

castor-oil tree

Debugging

Headword:
σιλλικύπριον
Headword (normalized):
σιλλικύπριον
Headword (normalized/stripped):
σιλλικυπριον
IDX:
94141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιλλικύπριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σέσελι Κύπριον</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2:94" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2.94/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 2.94 </a>.</div><br><br>'}