Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σιληνός
Σιληνώδης
σιληπορδέω
σίλι
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
σιλιγνοπώλιον
σιλλαίνω
σιλλέα
σιλλικύπριον
σιλλογραφέω
σιλλογραφία
σιλλόγραφος
σιλλοποιός
σίλλος
σιλλόω
σιλλυβιάω
σίλλυβον
σίλλυβος
View word page
σιλλέα
σιλλέα· τρίχωμα, ἢ λεῖον (Ἠλεῖοι cj. Guyet), Hsch. σιλλεῖ· ἀναξαίνει, λυπεῖ, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιλλέα
Headword (normalized):
σιλλέα
Headword (normalized/stripped):
σιλλεα
IDX:
94140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιλλέα·</span> <span class="foreign greek">τρίχωμα, ἢ λεῖον </span>(<span class="foreign greek">Ἠλεῖοι</span> cj. Guyet), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σιλλεῖ·</span> <span class="foreign greek">ἀναξαίνει, λυπεῖ</span>, Id.</div><br><br>'}