Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Σικυωνιουργής
Σικύωνος
σικχάζομαι
σικχαίνω
σικχαντός
σικχασία
σικχός
σίκχος
σίλβαι
Σιλεντιάριος
σιλήνει
Σιληνικός
Σιληνόκοσμος
Σιληνός
Σιληνώδης
σιληπορδέω
σίλι
σιλιγνάριος
σιλίγνιον
σίλιγνις
σιλιγνίτης
View word page
σιλήνει
σιλήνει·
μυ<λ>λίζει, σκώπτει, σιωπᾷ
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σιλήνει
Headword (normalized):
σιλήνει
Headword (normalized/stripped):
σιληνει
IDX:
94127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιλήνει·</span> <span class="foreign greek">μυ<λ>λίζει, σκώπτει, σιωπᾷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}