Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σικυοπέπων
σίκυος
σίκυς
σικυώδης
σικυών
σικυώνη
σικυωνία
Σικυώνια
Σικυωνιουργής
Σικύωνος
σικχάζομαι
σικχαίνω
σικχαντός
σικχασία
σικχός
σίκχος
σίλβαι
Σιλεντιάριος
σιλήνει
Σιληνικός
Σιληνόκοσμος
View word page
σικχάζομαι
σικχάζομαι,
A). mock, Hsch. σίκχαι· κράσπεδα, Id.


ShortDef

mock

Debugging

Headword:
σικχάζομαι
Headword (normalized):
σικχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
σικχαζομαι
IDX:
94119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σικχάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mock</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σίκχαι·</span> <span class="foreign greek">κράσπεδα</span>, Id.</div> </div><br><br>'}