Σῐκελ-ιώτης,
ου,
ὁ,
A). a Sicilian Greek, as distinguished from a native
Σικελός,
Th. 7.32 , etc.:—Adj.
Σῐκελ-ιωτικός,
ή,
όν,
Dsc. 3.24 ; neut.
-κόν,,=
ψύλλιον, Ps.-
Dsc. 4.69 ; fem.
Σῐκελ-ιῶτις,
ιδος , συγγραφή, title of work by Antiochus of Syracuse,
Paus. 10.11.3 .