Σικελικός
Σῐκελ-ικός, ή, όν, Sicilian, V. 838 , etc.; Σ. ποικιλία ὄψου, for the Sicilian banquets were proverbial, R. 404d , cf. DMort. 9.2 , Gym. 44(74) . Adv.
II). Σικελικόν,, a liquid measure, PBaden 54.6 (v A.D.).