Σικανία
Σῑκᾰνία, Ion. -ιη, ἡ, Sicania, old name of Sicily as inhabited by Σικανοί (afterwards of the part they inhabited, ), ; 24.307
A). Σ. ἡ νῦν Σικελίη καλευμένη :— 7.170 Σῐκᾰνός [ῐκᾰ Dian. 57 ], ὁ, a Sicanian, , 6.2 , etc.: Adj. 3 Σῐκᾰνικός, ή, όν, ; 6.62 ἐν τῇ Σ. τῆς Σικελίας Mete. 359b15 ( v.l. Σικάνῃ ).