Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηρωρυχεῖον
σιδήρωσις
σιδηρωτός
σιδιοειδής
σίδιον
σιδιωτόν
σιδόεις
Σιδονίηθεν
Σιδονυφής
Σιδοῦς
σίδριμνον
Σιδών
σιειδής
σιελίζω
σιζεύς
σίζω
σιηγόνιον
σιθιλεσαδέ
Σιθωνία
σίκα
Σικανία
View word page
σίδριμνον
σίδριμνον· εὔζωνον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίδριμνον
Headword (normalized):
σίδριμνον
Headword (normalized/stripped):
σιδριμνον
IDX:
94075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίδριμνον·</span> <span class="foreign greek">εὔζωνον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}