Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
σιδηρόω
σιδηρώδης
σιδήρωμα
σιδηρωρυχεῖον
σιδήρωσις
σιδηρωτός
σιδιοειδής
σίδιον
σιδιωτόν
σιδόεις
Σιδονίηθεν
Σιδονυφής
Σιδοῦς
σίδριμνον
Σιδών
σιειδής
View word page
σιδηρωτός
σῐδηρ-ωτός
,
ή
,
όν
,
A).
iron-bound,
Edict.Diocl.
15.50
(Geronthrae).
ShortDef
iron-bound
Debugging
Headword:
σιδηρωτός
Headword (normalized):
σιδηρωτός
Headword (normalized/stripped):
σιδηρωτος
IDX:
94067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρ-ωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">iron-bound,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 15.50 </span> (Geronthrae).</div> </div><br><br>'}