Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
σιδηρόω
σιδηρώδης
σιδήρωμα
σιδηρωρυχεῖον
σιδήρωσις
σιδηρωτός
View word page
σιδηροχαλκεύς
σῐδηρο-χαλκεύς
,
έως
,
ὁ
,
A).
smith,
POxy.
84.3
(iv A.D.).
ShortDef
smith
Debugging
Headword:
σιδηροχαλκεύς
Headword (normalized):
σιδηροχαλκεύς
Headword (normalized/stripped):
σιδηροχαλκευς
IDX:
94057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94058
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-χαλκεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smith,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 84.3 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}