Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
σιδηροχίτων
σιδηρόψυχος
View word page
σιδηροῦς
σῐδηροῦς, , οῦν,
A). v. σιδήρεος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιδηροῦς
Headword (normalized):
σιδηροῦς
Headword (normalized/stripped):
σιδηρους
IDX:
94051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηροῦς</span>, <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="itype greek">οῦν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σιδήρεος</span> .</div> </div><br><br>'}