Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
σιδηρόφρων
σιδηροφυής
σιδηροχαλκεύς
σιδηρόχαλκος
σιδηροχάρμης
View word page
σιδηρουργία
σῐδηρουργ-ία, ,
A). working in iron, Poll. 7.105 .


ShortDef

working in iron

Debugging

Headword:
σιδηρουργία
Headword (normalized):
σιδηρουργία
Headword (normalized/stripped):
σιδηρουργια
IDX:
94049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρουργ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">working in iron</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:105" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.105/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.105 </a>.</div> </div><br><br>'}