Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
σιδηροφόρος
View word page
σιδηροτομέω
σῐδηρο-τομέω,
A). cut or cleave with iron, ib. 311 (Id.).


ShortDef

to cut with iron

Debugging

Headword:
σιδηροτομέω
Headword (normalized):
σιδηροτομέω
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτομεω
IDX:
94044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-τομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">cleave with iron</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1589.tlg001:311" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1589.tlg001:311/canonical-url/"> 311 </a> (Id.).</div> </div><br><br>'}