Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
σιδηροφορέω
View word page
σιδηροτόκος
σῐδηρο-τόκος, ον,
A). producing iron, AP 9.561 ( Phil.).


ShortDef

producing iron

Debugging

Headword:
σιδηροτόκος
Headword (normalized):
σιδηροτόκος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτοκος
IDX:
94043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-τόκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">producing iron,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.561 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}