Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω
σιδηρότροχος
σιδηροτρύπανον
σιδηρότρωτος
σιδηρουργεῖον
σιδηρουργία
σιδηρουργός
σιδηροῦς
σιδηροφάγος
View word page
σιδηρότευκτος
σῐδηρό-τευκτος, ον,
A). wrought of iron, βέλος Epicr. 8 .


ShortDef

wrought of iron

Debugging

Headword:
σιδηρότευκτος
Headword (normalized):
σιδηρότευκτος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροτευκτος
IDX:
94042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρό-τευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrought of iron</span>, <span class="quote greek">βέλος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0451.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0451.tlg001:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epicr.</span> 8 </a> .</div> </div><br><br>'}