Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
View word page
σιδηροπλύτης
σῐδηρο-πλύτης
[
ῠ],
,
A).
one who washes iron
, dub. cj. in
Hsch.
s.v.
σάλαγξ
.
ShortDef
one who washes iron
Debugging
Headword:
σιδηροπλύτης
Headword (normalized):
σιδηροπλύτης
Headword (normalized/stripped):
σιδηροπλυτης
IDX:
94033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94034
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-πλύτης</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who washes iron</span>, dub. cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">σάλαγξ</span> .</div> </div><br><br>'}