Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
σιδηροτέκτων
σιδηρότευκτος
View word page
σιδηρόπλοκος
σῐδηρό-πλοκος, ον,
A). plaited of iron, Hld. 9.15 .


ShortDef

plaited of iron

Debugging

Headword:
σιδηρόπλοκος
Headword (normalized):
σιδηρόπλοκος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροπλοκος
IDX:
94032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρό-πλοκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plaited of iron</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:9.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 9.15 </a>.</div> </div><br><br>'}