Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
σιδηροπώλης
σίδηρος
σιδηρόσπαρτος
σιδηροσφαγία
View word page
σιδηρόπλαστος
σῐδηρό-πλαστος, ον,
A). moulded of iron, Luc. Ocyp. 164 .


ShortDef

moulded of iron

Debugging

Headword:
σιδηρόπλαστος
Headword (normalized):
σιδηρόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροπλαστος
IDX:
94030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρό-πλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moulded of iron</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg005:164" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg005:164/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ocyp.</span> 164 </a>.</div> </div><br><br>'}