Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
σιδηροποίκιλος
σιδηρόπους
σιδηρόπτερος
View word page
σίδηρον
σίδηρον, τό,
A). v. σίδηρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίδηρον
Headword (normalized):
σίδηρον
Headword (normalized/stripped):
σιδηρον
IDX:
94026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94027
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίδηρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σίδηρος</span> .</div> </div><br><br>'}