Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροπλύτης
View word page
σιδηροκόπος
σῐδηρο-κόπος, ,
A). faber ferrarius, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιδηροκόπος
Headword (normalized):
σιδηροκόπος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροκοπος
IDX:
94023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94024
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">faber ferrarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}