Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
σιδηρόπλαστος
σιδηρόπληκτος
View word page
σιδηροκόλεος
σῐδηρο-κόλεος
,
ον
,
A).
iron-sheathed
,
μάχαιρα
PCair.Zen.
54.41
(iii B.C.).
ShortDef
iron-sheathed
Debugging
Headword:
σιδηροκόλεος
Headword (normalized):
σιδηροκόλεος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροκολεος
IDX:
94021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94022
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-κόλεος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">iron-sheathed</span>, <span class="quote greek">μάχαιρα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 54.41 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}