Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηροπέδη
View word page
σιδηροκατάδικος
σῐδηρο-κατάδῐκος
,
ον
,
A).
condemned to the iron
, i.e.
mutilated
,
Suid.
s.v.
σπάδων
.
ShortDef
condemned to the iron
Debugging
Headword:
σιδηροκατάδικος
Headword (normalized):
σιδηροκατάδικος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροκαταδικος
IDX:
94019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-κατάδῐκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">condemned to the iron</span>, i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">mutilated</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">σπάδων</span> .</div> </div><br><br>'}