Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
σιδηροκόπος
σιδηρόκωπος
σιδηρομήτωρ
σίδηρον
σιδηρονόμος
View word page
σιδηροθήκη
σῐδηρο-θήκη
,
ἡ
,
A).
armoury
,
Hsch.
s.v.
ὀγκίαι
.
ShortDef
armoury
Debugging
Headword:
σιδηροθήκη
Headword (normalized):
σιδηροθήκη
Headword (normalized/stripped):
σιδηροθηκη
IDX:
94017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94018
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">armoury</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὀγκίαι</span> .</div> </div><br><br>'}