Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδήριον
σιδηριουργός
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
σιδηρόδετος
σιδηρόεις
σιδηροθήκη
σιδηροθώραξ
σιδηροκατάδικος
σιδηροκμής
σιδηροκόλεος
σιδηροκόντρα
View word page
σιδηροδάκτυλος
σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
A). iron-fingered, κρεάγρη AP 6.101 ( Phil.).


ShortDef

iron-fingered

Debugging

Headword:
σιδηροδάκτυλος
Headword (normalized):
σιδηροδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
σιδηροδακτυλος
IDX:
94012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρο-δάκτῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">iron-fingered</span>, <span class="quote greek">κρεάγρη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.101 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}