Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιδηρεῖα2
σιδηρένδετος
σιδηρεόεις
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρήεις
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηριουργός
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
σιδηροβασταγή
σιδηρόβαφος
σιδηροβόλιον
σιδηροβόρος
σιδηροβριθής
σιδηροβρώς
σιδηροδάκτυλος
σιδηροδέσμος
σιδηροδετέω
View word page
σιδηρίσκος
σῐδηρ-ίσκος, Dor. σιδᾱρ-, , a medical instrument, perh.
A). spatula, Supp. Epigr. 1.414 (Crete, v/iv B.C.).


ShortDef

spatula

Debugging

Headword:
σιδηρίσκος
Headword (normalized):
σιδηρίσκος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρισκος
IDX:
94004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρ-ίσκος</span>, Dor. <span class="orth greek">σιδᾱρ-</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a medical instrument, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spatula, Supp. Epigr.</span> <span class="bibl"> 1.414 </span> (Crete, v/iv B.C.).</div> </div><br><br>'}