σιδήριον
σῐδήρ-ιον ( Dor. σιδάριον Schwyzer 180.5 (Crete)), τό,
A). implement or tool of iron, (v B.C.); 12.313.128 θερμοῖσι ς. ἐκκαίειν τοὺς ὀφθαλμούς with hot irons, ; 7.18 ἐπαΐοντες σιδηρίων feeling iron, not being proof against it, ; of a 3.29 knife, , cf. 9.37 ; 1.42 ς. εἰς κρεονομίαν PCair.Zen. 720.3 (iii B.C.); ς. λιθουργά, of a stonemason's tools, , cf. 4.4 Lap. 41 ; σιδηρίων μισθός IG 22.1656 ; λίθους καὶ ξύλα καὶ ς. Euthd. 300b ; ς. πλατέα Cael. 313a17 .