Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιγρίασις
σιγύνης
σίγχος
σίδαιον
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία1
σιδηρεῖα2
σιδηρένδετος
σιδηρεόεις
σιδήρεος
σιδηρεύς
σιδηρεύω
σιδηρήεις
σιδηρίζω
σιδήριον
σιδηριουργός
σιδηρίσκος
σιδηρίτης
View word page
σιδηρένδετος
σῐδηρ-ένδετος, ον,
A). ironbanded, Edict.Diocl. 15.50 (Megalop.).


ShortDef

ironbanded

Debugging

Headword:
σιδηρένδετος
Headword (normalized):
σιδηρένδετος
Headword (normalized/stripped):
σιδηρενδετος
IDX:
93995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐδηρ-ένδετος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ironbanded,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Edict.Diocl.</span> 15.50 </span> (Megalop.).</div> </div><br><br>'}