Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
σῖγος
σίγραι
σιγρίασις
σιγύνης
σίγχος
σίδαιον
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία1
σιδηρεῖα2
σιδηρένδετος
σιδηρεόεις
σιδήρεος
View word page
σίγχος
σίγχος, ,
A). v. σκίγγος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σίγχος
Headword (normalized):
σίγχος
Headword (normalized/stripped):
σιγχος
IDX:
93987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίγχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκίγγος</span> .</div> </div><br><br>'}