Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιγλοφόρος
σίγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
σῖγος
σίγραι
σιγρίασις
σιγύνης
σίγχος
σίδαιον
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία1
σιδηρεῖα2
σιδηρένδετος
View word page
σιγρίασις
σιγρίασις,
A). v. σιγγρίασις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιγρίασις
Headword (normalized):
σιγρίασις
Headword (normalized/stripped):
σιγριασις
IDX:
93985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιγρίασις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σιγγρίασις</span> .</div> </div><br><br>'}