Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σίγλος
σιγλοφόρος
σίγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
σῖγος
σίγραι
σιγρίασις
σιγύνης
σίγχος
σίδαιον
σίδειος
σιδεύνης
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία1
σιδηρεῖα2
View word page
σίγραι
σίγραι
,
οἱ
, a kind of
A).
wild swine
,
βραχεῖς καὶ σιμοί
,
Hsch.
ShortDef
wild swine
Debugging
Headword:
σίγραι
Headword (normalized):
σίγραι
Headword (normalized/stripped):
σιγραι
IDX:
93984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93985
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίγραι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wild swine</span>, <span class="foreign greek">βραχεῖς καὶ σιμοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}