Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιγηλός
σιγημονᾷς
σιγηρός
σιγητέον
σιγητής
σιγητικός
σιγιλλάρια
σίγιον
σίγιστρον
σιγιστροπύλη
σίγκηρες
σίγλα
σίγλος
σιγλοφόρος
σίγμα
σιγματίζω
σιγματοειδής
σιγμοειδής
σιγμός
σίγνον
σιγνοφόρος
View word page
σίγκηρες
σίγκηρες·
ὑπηρέται βάρβαροι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σίγκηρες
Headword (normalized):
σίγκηρες
Headword (normalized/stripped):
σιγκηρες
IDX:
93972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93973
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σίγκηρες·</span> <span class="foreign greek">ὑπηρέται βάρβαροι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}