Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντάεις
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταισχύνομαι
ἀνταιτέω
ἀνταιτιάομαι
ἀνταιωρέομαι
ἀντακαῖος
ἀντακάς
ἀντακολουθέω
ἀντακολούθησις
ἀντακολουθία
ἀντακόλουθος
ἀντακοντίζω
ἀντακούω
ἀντακροάομαι
ἀντακρωτήριον
ἀνταλαζονεύομαι
ἀνταλαλάζω
View word page
ἀντακάς
ἀντακάς·
σήμερον,
and
ἀντακές·
σημεῖον
(sic),
Hsch.
; cf.
ἀνταλλές.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντακάς
Headword (normalized):
ἀντακάς
Headword (normalized/stripped):
αντακας
IDX:
9396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9397
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντακάς·</span> <span class="foreign greek">σήμερον,</span> and <span class="orth greek">ἀντακές·</span> <span class="foreign greek">σημεῖον</span> (sic), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀνταλλές.</span> </div><br><br>'}