Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγᾶς
σιγάω
σιγγλάριος
σιγγρίασις
σιγεῖν
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγημονᾷς
σιγηρός
σιγητέον
σιγητής
σιγητικός
σιγιλλάρια
σίγιον
σίγιστρον
σιγιστροπύλη
σίγκηρες
σίγλα
View word page
σιγημονᾷς
σῑγ-ημονᾷς· σιγᾷς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιγημονᾷς
Headword (normalized):
σιγημονᾷς
Headword (normalized/stripped):
σιγημονας
IDX:
93963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑγ-ημονᾷς·</span> <span class="foreign greek">σιγᾷς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}