Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιγᾷ
σιγάζω
σιγαλέος
σιγαλόεις
σιγαλός
σιγαλόω
σιγάλωμα
σιγᾶς
σιγάω
σιγγλάριος
σιγγρίασις
σιγεῖν
σιγέρπης
σιγή
σιγηλός
σιγημονᾷς
σιγηρός
σιγητέον
σιγητής
σιγητικός
σιγιλλάρια
View word page
σιγγρίασις
σιγγρίᾱσις, εως, ,= ἄφθα (A), in horses, Hippiatr. 97 (v.l. σιγρίασις).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιγγρίασις
Headword (normalized):
σιγγρίασις
Headword (normalized/stripped):
σιγγριασις
IDX:
93958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιγγρίᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἄφθα</span> (A), in horses, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 97 </span> (v.l. <span class="orth greek">σιγρίασις</span>).</div><br><br>'}